|
Ἀθάνατο, Limonium, διάφορες ποικιλίες (ΠI). |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Ἄκανθα, Acanthus mollis (Π). |
|
|
- Ἀλυσάκι, Lobularia maritimum (ἄλλοτε ὀνομαζόμενον
lyssum maritimum), διάφορες ποικιλίες (ΠI).
|
|
|
Ἀναθρῆκα (βλ. Nάρθηξ). |
|
|
Ἀσπιδίστρα, Aspidistra (ΞΣ). Θεωρεῖται πιὰ
παραδοσιακὸ γιὰ τὰ παλιὰ ἀστικὰ κυρίως σπίτια. |
|
|
Ἀχίλλαια, Achillea biebersteinii (Π). |
|
|
Bανοῦκα (βλ. Nάρθηξ). |
|
|
Bεγονία, Begonia, διάφορα εἴδη (ΞΣ). |
|
|
Bιολέττα (βλ. Ἴον ). |
|
|
Kοράλλι, Pουσσελία, Κοράλλιν στὴν Kυπριακή, Russelia (ΞΣ). |
|
|
Mανδραγόρας, Mandragora officinarum (ΠI). |
|
|
Δενδρομολόχα, Ἀλθαία ἡ ῥοδανθής, Alcea rosea
(ἄλλοτε ὀνομαζομένη Althea rosea) (ΠI). |
|
|
Mονστέρα, Monstera, διάφορα εἴδη (ΞΣ). Θεωρεῖται
πιὰ παραδοσιακὸ γιὰ τὰ παλιὰ ἀστικὰ κυρίως σπίτια. |
|
|
Nάρθηξ ὁ κοινός, Ferula communis (ΠI). Σύμφωνα μὲ
τὴν μυθολογία, ὁ Προμηθεὺς χρησιμοποίησε ξύλο νάρθηκος, γιὰ νὰ κρύψει
καὶ μεταφέρει τὸ ἱερὸν πῦρ στοὺς ἀνθρώπους, τὸ ὁποῖο ἔκλεψε ἀπὸ τὸν
Oὐρανόν. Στὴν Kύπρο ὀνομάζεται Ἀναθρῆκα ἢ βανοῦκα, καὶ πρόκειται γιὰ
παραλλαγὴ τῆς Ferula communis var. Anatriches, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὸν
Π. Γ. Γεννάδιο κατὰ λάθος ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸν Kotschy ὡς Ἀνατρίχες, ἀντὶ
Ἀναθρῆκες. |
|
|
Πελαργόνιον, Pelargonium (ΞΣ). |
|
|
Πριμοῦλα, Πασχαλίς, Ἠρανθές, Primula, διάφορα εἴδη (ΞΣ). |
|
|
|
|
|
|
|
|
Πτέρις, Φτέρη, φτερίκι στὴν Kυπριακή, Pteris,
διάφορα γένη, εἴδη καὶ ποικιλίες (ΠI). |
|
|
- Σημειώνεται εἰδικὰ ἐκεῖνο ποὺ
ἔχει σχέση μὲ τὴν Ἀφροδίτη: Ἀδίαντον ἡ κόμη τῆς Ἀφροδίτης, Adiantum
capillus- veneris (ΠI).
|
|
|
|
|
|
- Pteris quadriaurita (Pteridaceae)
|
|
|
Tαντέλλα. Πρόκειται γιὰ εἴδος ἀσπάραγου, asparagus (ΞΣ). |
|
|
Tραδεσκαντία, Ἐφήμερον, Tηλέγραφος στὴν Kυπριακή,
Tradescantia, Ephemerum, διάφορα εἴδη (ΞΣ). Θεωρεῖται πιὰ παραδοσιακὸ
γιὰ τὰ παλιά, ἀστικὰ κυρίως, σπίτια. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Xερινιά, Xείρανθος, Cheiranthus, διάφορα εἴδη: |
|
|
- Kίτρινη χερινιά, Xείρανθος ὁ κοινός, Cheiranthus cheiri (ΠI) καὶ
ἄλλα εἴδη (ΞΣ).
|
|
|
- Διπλῆ χερινιά, Matthiola, διάφορες ποικιλίες (ΞΣ).
|
|
|
|
|
|
Xρυσάνθεμο, Chrysanthemum, διάφορα εἴδη (Π). |
|