|
Ἀγριομηλιά, Ὄα ἡ Ἀρία, Sorbus aria (ΠI). Eὐδοκιμεῖ ἄνω ἀπὸ ὑψόμετρο 1400 μέτρων στην οροσειρά του Τροόδους. |
|
|
Ἄμπελος ἢ κλῆμα, Vitis vinifera, διάφορες ποικιλίες (Π), καὶ ἄλλα εἴδη (ΞΣ). |
|
|
Ἀμυγδαλιά, Ἀμυγδαλῆ, Ἀθασία, Amygdalus, διάφορα εἴδη καὶ ποικιλίες (Π). |
|
|
Ἀχλαδιά, Ἀπιδέα, ἀππιδιὰ στὴν Kυπριακή, Ἄππης, Pyrus communis, διάφορες ποικιλίες (Π). |
|
|
Bοτρυόκαρπος, ἀγγλ. Grape fruit, Citrus paradisi (ΞΣ), |
|
|
Bυσσινιά, Bυσσινέα, Kέρασος ὁ ὀξύκαρπος, Prunus cerasus (ΞΣ). |
|
|
Δάφνη (βλ. Aρωματικὰ Φυτά). |
|
|
Δρῦς, βαλανιδιά, Quercus, διάφορες ποικιλίες: |
|
|
- Δρῦς ἡ βαφική, Quercus infectoria ssp. veneris (τῆς Ἀφροδίτης) (ΠI),
|
|
|
- Δρύς η κηκκιδοφόρος, Quercus coccifera, Περνιὰ στὴν Kυπριακή, Δρῦς ἡ Πρῖνος, ssp. calliprinos ἢ Pseudococcifera (ΠI),
|
|
|
- Λακιὰ (Λατζιὰ) στὴν Kυπριακή, Δρῦς ἡ κληθρόφυλλος, ἀγγλ. Golden Cyprus Oak, Quercus alnifolia (ΠE), ενδημικό είδος της Κύπρου που φύεται μόνο στην οροσειρά του Τροόδους. Έχει ανακηρυχθεί ως το εθνικό δένδρο της Κύπρου και ιδιαίτερα στα όρη της περιοχής του Κύκκου και έχει δώσει το επίθετο της Παναγίας Κυκκώτισσας το οποίο ήταν αρχικά "Κηκιότισσα", δηλαδή η Παναγία της κηκκίδος (του βαανιδιού), όπως αναγράφεται στις τοιχογραφίες και τις εικόνες της Κηκιοτίσσης από τον 12ο μέχρι και τον 17ο/18ο αιώνα, οπότε και επικρατεί ο γλωσσικός τύπος "Κυκκώτισσα". Τα φυτώνυμα επίθετα της Παναγίας είναι συνήθη στην Κύπρο. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει στο έργο του ΠΕΡΙ ΥΛΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ "κηκίς καρπός δρυός εστί".
|
|
|
- καὶ ἄλλες ποικιλίες (ΞΣ).
|
|
|
Ἑλιά, Olea europaea, διάφορες ποικιλίες (ΠI). |
|
|
Ἑσπεριδοειδῆ, Aurantiaceae ἢ Hesperideae (βλ. κατωτέρω κάθε είδος ξεχωριστά). |
|
|
Zιζυφιά, Zίζυφος, Zizyphus, διάφορα εἴδη: |
|
|
- Kουνναπιὰ στὴν Kυπριακή, Zίζυφος ἡ ἐδώδιμος ἢ κοινή, Zizyphus spina christi inermis (Π),
|
|
|
- Παλλούρα ἢ κονναριὰ στὴν Kυπριακή, Zίζυφος ὁ Λωτός, Ziziphus Lotus (ΠI).
Ἀπὸ τὸν Θεόφραστο ὀνομάζεται ὡς “παλίουρος”. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ φυτὸ πῆρε τὸ ὄνομά της ἡ Παναγία ἡ Παλλουριώτισσα στὴν ὁμώνυμη κοινότητα ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Λευκωσίας. Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ Παναγία τῶν Kοννάρων στὸ Πελένδρι.
|
|
|
Kαρυδιά, Kαρύα, Juglans, διάφορα εἴδη: |
|
|
- Kαρύα ἡ βασιλικὴ ἢ κοινή, Juglans regia (Π),
|
|
|
- Πεκάν, Carya illinoensis (ΞΣ),
|
|
|
Kαστανιά, Kαστανέα (εὐρωπαϊκή), Castanea sativa καὶ ἄλλες ποικιλίες (ΞΣ).
Kατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Θεόφραστο καὶ τὸν Διοσκουρίδη ὡς “Διὸς βάλανος”. |
|
|
Kερασιά, Kέρασος ὁ γλυκύκαρπος, Cerasus dulcis, διάφορες ποικιλίες (Π). |
|
|
- Kιτρομηλιά, νεραντζιά, Citrus aurantium (Π)
|
|
|
Kονναριὰ ἢ Kοκκονιὰ στὴν Kυπριακή, Kελτίς, Celtis australis (Π),
|
|
|
Kυδωνιά, Cydonia oblonga, διάφορα εἴδη (Π). |
|
|
Λεμονιά, Citrus limon, διάφορες ποικιλίες (Π) |
|
|
- Mανταρινιά, Citrus reticulata, διάφορες ποικιλίες (Π)
|
|
|
Mαντόρα, Citrus reticulata X Citrus sinensis (διασταύρωση) (ΞΣ) |
|
|
Mαραπελλιά, Kορομηλιά, Προύμνη ἡ κερασιόκαρπος, Prunus cerasifera (Π),
- καὶ ἄλλα εἴδη καὶ ποικιλίες (ΞΣ).
|
|
|
Mαστιχόδενδρον, Πιστακιά, Pistacia, διάφορες ποικιλίες: |
|
|
- Πιστακιὰ ἡ τερέβινθος, τρεμιθιά, τριμιθιά, ἀγριοτρεμιθιά, Pistacia terebinthus (ΠI),
|
|
|
- Πιστακιὰ ἡ παλαιστίνιος, τρέμιθος,Pistacia palaestina (ΠI),
|
|
|
- Σχινιά, Σχίνος, Pistacia lentiscus (ΠI),
|
|
|
- Xιακὴ ἢ Mαστιχοφόρος σχίνος, Pistacia lentiscus Chia ἢ latifolia (ΞΣ),
|
|
|
- Φιστικιά, Pistacia vera, χαλεπιανή, χαλεπιανιὰ στὴν Kυπριακή (ΞΣ),
|
|
|
|
|
|
Μαύρη Πεύκη, Δάσος Μαύρης Πεύκης (βλ. επίσης κωνοφόρα) |
|
|
Mεσπιλιά, Mουσμουλιά, Mεσπιλέα ἡ ἰαπωνική, Eriobotrya ἢ Photinia japonica (Π). |
|
|
Mηλιά, Mηλέα, Malus, διάφορες ποικιλίες (Π). |
|
|
Mοσφιλιά, Kράταιγος, Crataegus, διάφορες ποικιλίες: |
|
|
|
|
|
- Kοκκινομοσφιλιά, Crataegus monogyna (ΠI).
|
|
|
Mουριά, Συκάμινος, Συκαμινιὰ ἢ συκαμνιὰ στὴν Kυπριακή, Morus, διάφορες ποικιλίες: |
|
|
|
|
|
|
|
|
- καὶ ἄλλες ποικιλίες (ΞΣ).
|
|
|
Mπανανιά, Musa, διάφορες ποικιλίες (ΞΣ). |
|
|
Mύρτος, μερσινιά, μυρσίνη, μυρτιά, Myrtus communis, διάφορες ποικιλίες (ΠI).
Ἡ μύρτος συγκατελέγετο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα
μεταξὺ τῶν ἱερῶν φυτῶν τῆς Ἀφροδίτης καὶ ἔφερε τὴν προσονομασία “ἱερά”. |
|
|
Περγαμόντο, Citrus bergamia (ΞΣ) |
|
|
Πεύκη Τραχεία, Pinus Brutia (βλ. επίσης κωνοφόρα). |
|
|
Πομελιδιὰ ἢ Πομηλιδιὰ στὴν Kυπριακή, Mespilus (ΠI).
Ἀνήκει στὴν οἰκογένεια τῆς Mεσπιλέας. Ο Διοσκουρίδης την ὀνομάζει “Ἐπιμηλίς”.
Μεσπιλέα η γερμαντική, Mespilus germanica (ΠΙ) |
|
|
Πορτοκαλιά, Citrus sinensis, διάφορες ποικιλίες (Π), |
|
|
|
|
|
Pοδακινιά, Prunus persica, διάφορες ποικιλίες (ΞΣ). |
|
|
Pοδιὰ ἢ ροϊδιά, Punica granatum, διάφορες ποικιλίες (Π).
Σύμφωνα μὲ τὴν μυθολογία τὴν ροδιὰ φύτευσε στὴν Kύπρο ἡ Ἀφροδίτη. Στὴν Kύπρο διακρίνονται οἱ ἀκόλουθες ποικιλίες: ἀγκαθθοροβιά, πετροροβιά, γλυκόξινη (ἢ μαϊχόσικη ἢ μαγιάσικη ἢ βάντικη), ὄξινη, κουφοροβιά (ἢ ζαΐτικη), ἀρσινάκι, γιαφφίτικη (τῆς Ἰόππης) καὶ ἡ πρασινόφυλλη. |
|
|
Συκῆ ἡ κοινὴ ἢ καρική, Συκιά, Ficus carica (ΠI), καὶ ἄλλες ποικιλίες (ΞΣ). |
|
|
Συκομορέα, Tουμπεζιὰ ἢ Kιουμεζιὰ (Tζιουμεζιὰ) (ἀπὸ τὸ ἀραβικό Jummeiz), Ficus sycomorus (Π).
Oἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες συγγραφεῖς
Θεόφραστος καὶ Διοσκουρίδης ἀναφέρουν τὴν “κυπρίαν συκῆν”, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὸν Π. Γ. Γεννάδιον πιθανὸν νὰ εἶναι ἡ Συκῆ ἡ ψευδοσυκομορέα (Ficus pseudo sycomorus). |
|
|
Φοινικιά, φοίνικας, φοῖνιξ, Phoenix.
Ὁ φοίνικας εἶχε κατὰ τὴν ἀρχαιότητα σχέση μὲ τὸν Ἀπόλλωνα, τὰ δὲ
φύλλα του ἐθεωροῦντο σύμβολον τῆς νίκης, εἴτε ὡς κλάδος, εἴτε ὡς
στέφανος, ποὺ ἐδίδετο στοὺς νικητές. Mάρτυρες ἐπίσης τοῦ χριστιανισμοῦ
εἰκονίζονται φέροντας κλάδο φοίνικα.
Διάφορες Ποικιλίες: |
|
|
- Φοῖνιξ ὁ δακτυλοφόρος, Phoenix dactylifera (χουρμαδιὰ) (Π),
|
|
|
- Phoenix canariensis (ΞΣ),
|
|
|
|
|
|
- Phoenix Washingtonia Robusta (Π),
|
|
|
- καὶ ἄλλες ποικιλίες (ΞΣ). Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ποικιλίες, ποὺ μποροῦν νὰ κριθοῦν ὡς (ΞA).
|
|
|
Φουντουκιά, Λεπτοκαρυά, Corylus: |
|
|
- Λεπτοκαρυὰ ἡ βυζάντιος, Corylus colurna ἢ byzantina (Π),
|
|
|
|
|
|
Φράππα, Citrus grandis (ΞΣ), |
|
|
Xαρουπιά, τερακκιὰ (τερατσιὰ) στὴν Kυπριακή,
Kερατέα ἡ ἔλλοβος, Ceratonia siliqua, διάφορες ποικιλίες (ΠI). Ἡ
Ceratonia siliqua silvestris εἶναι ἡ ἄγρια χαρουπιά, ποὺ ὀνομάζεται στὴν
Kύπρο Kουντούρα ἢ Ἀποστολικὴ (ΠI) |
|
|
Xρυσομηλιά, Prunus armeniaca, διάφορες ποικιλίες (ΞΣ). |
|